Powered By Blogger

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ ΦΙΛΟΙ

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ........

Ετικέτες

Σελίδες

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Καί κείνη την στιγμή δάκρυσα 

Ο κ. Βαγγέλης Αυγουλάς, φοιτητής Νομικής, γράφει την εμπειρία του ως τυφλού:
«Στις 7 Ιανουαρίου, του Αϊ-Γιάννη, είχα πάει και εγώ σε μια γιορτή να πω τα "χρόνια πολλά" σε έναν εξάδελφό μου. Κάποια στιγμή η πόρτα χτύπησε άλλη μία φορά, τα βλέμματα των καλεσμένων που κάθονταν στο σαλόνι στράφηκαν προς τα εκεί και εγώ, εκ γενετής τυφλός, περίμενα να ξεδιαλύνω τις φωνές των νέων επισκεπτών, να καταλάβω ποιοι είναι, αν τους ξέρω ή όχι, αν σε λίγο θα συστηθώ ή θα χαιρετήσω φίλους. Δεν πρόλαβα να... αποκωδικοποιήσω το πρώτο άκουσμα, γιατί ένα απαλό άγγιγμα στο αριστερό μπράτσο με έκανε όπως καθόμουν να στραφώ μηχανικά προς τα εκεί και ταυτόχρονα με απλωμένο το δεξί χέρι- αντανακλαστικές κινήσεις όσων βλέπουμε αγγίζοντας- ζήτησα να "δω" ποιος είναι. Τότε ένα παιδικό χέρι σφήνωσε μες στη χούφτα μου, με το αριστερό χέρι πλέον άγγιζα ένα κοριτσάκι- είχε μακριά μαλλιά- περίπου στο ύψος της πολυθρόνας όπου καθόμουν, οι φωνές είχαν γεμίσει το σαλόνι και κατάλαβα, χωρίς αμφιβολία πια, πως ήταν η κόρη δύο φίλων, η Αγγελική, πέντε ετών. Δεν ήξερε λόγω ηλικίας να μου πει "καλή χρονιά", "χρόνια πολλά" και τις λοιπές καθιερωμένες ευχές λόγω εορτών, ήξερε όμως πολύ καλά πώς να με χαιρετήσει, πώς να με κάνει να καταλάβω ποιος ήρθε, πώς να κάνει αμέσως και το δικό μου περίεργο βλέμμα να στραφεί προς την πόρτα!
Είχαν περάσει μόνο λίγα δευτερόλεπτα και εγώ, ακόμη ξαφνιασμένος, άκουσα να μας ζητούν "ο καθένας να πάρει για ένα λεπτό το ποτό του στο χέρι" για να στρωθεί πάνω από το τραπέζι το καλό τραπεζομάντιλο- είχε έρθει η ώρα του φαγητού. Αφήνω το χεράκι της Αγγελικής για να πάρω το ποτήρι αλλά ήδη έχει προλάβει, το κρατά υπομονετικά για ένα λεπτό και μετά το αφήνει πάλι προσεκτικά μπροστά μου, στο σημείο όπου το είχα αφήσει για να το βρίσκω όποτε και όταν θέλω, αν θέλω, εύκολα, άνετα και προ παντός μόνος μου.
Και εκείνη τη στιγμή δάκρυσα! Γιατί δεν ξέρω πόσο ακριβώς καταλάβαινε η Αγγελική τι έκανε, τι ακριβώς ένιωθε και τι της είχαν πει και εξηγήσει οι γονείς της για μένα. Ξέρω όμως πως αυτό που έκανε δεν είναι το ίδιο με τα ακατάλληλα σε κάθε πόλη πεζοδρόμια- όπου αυτά υπάρχουν- για να βγεις ασφαλής από το σπίτι σου, με τα όμορφα λόγια των άεργων που παρουσιάζονται ως αυτόκλητοι προστάτες των αναπήρων μη θέλοντας να καταλάβουν πως δεν τους έχουμε ανάγκη, με τις τεράστιες ελλείψεις υποδομής σε κάθε τομέα αυτού που στη θεωρία λέμε "κράτος πρόνοιας", που υποχρεώνουν τους αναπήρους- στην καλύτερη περίπτωση- να παλεύουν καθημερινά να αποδείξουν πως δεν είμαστε βάρος στην κοινωνία. Και φυσικά, δεν είναι το ίδιο με τη στάση πολλών που όταν βλέπουν κάποιον τυφλό με παρέα ρωτούν τους γύρω του "πώς τον λένε;" σαν να ρωτούν για κάποιο κατοικίδιο που βλέπουν να κάνει τον καθημερινό του περίπατο, ή με τα δέκα λεπτά που περιπλανιόμουν στο Σύνταγμα αποπροσανατολισμένος από τον πολύ κόσμο, τους μικροπωλητές, τα πολλά εμπόδια και τις άλλες αλλαγές για την εορταστική ατμόσφαιρα λόγω Πρωτοχρονιάς, μέχρι να με δει σε εκείνη την "ερημιά" κάποιος και να θελήσει να με βοηθήσει.

Μέχρι χθες έλεγα, "δεν πρόκειται να αλλάξουμε". Από σήμερα λέω, "μπορεί και μπορούμε να αλλάξουμε". Σ΄ ευχαριστώ Αγγελική!».

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

ΧΙΡΟΣΙΜΑ -ΝΑΓΚΑΣΑΚΙ 68 χρόνια μνήμης...


Χιροσίμα-Ναγκασάκι
68 χρόνια από τη ρίψη της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι
6 Αυγούστου 1945: η Χιροσίμα  ισοπεδώνεται..
Πάνω από 200.000 νεκροί και περισσότεροι από 100.000 τραυματίες (Χιροσίμα)
9 Αυγούστου 1945 :η καταστροφή ολοκληρώνεται… στο Ναγκασάκι.
74.000 νεκροί και πάνω από 40.000 τραυματίες (Ναγκασάκι)
Η ιστορία που ακολουθεί είναι αληθινή και αποτυπώνει την φρίκη και τον όλεθρο που προκάλεσε η ρίψη της ατομικής βόμβας
                     



       Ούτε την ίδια μου την αδερφή δεν θα μπορούσα να αναγνωρίσω στην κατάσταση αυτή. «Ποια είσαι εσύ;» ρώτησα, «Εγώ είμαι η Σουμίκο». Τώρα θυμάμε: Η Σουμίκο! Ζούσε πολύ κοντά, απέναντι από το σπίτι μας. Αλλά αυτή δεν μπορεί να είναι αυτή! Σουμίκο! Σαν παιδί ήταν τόσο όμορφη, που τη λέγαμε λευκό κρίνο. 
          Ρώτησα: «Είσαι εσύ πραγματικά; Είσαι η μικρή Σούμι-τσαν; Μη φοβάσαι. Θα σε πάω σπίτι. Θάρρος. Πάμε!». Ήταν όμως τόσο εξασθενημένη, ώστε δεν ήταν σε θέση να κάνει βήμα… Προσπάθησα να στηρίξω τη Σουμίκο, αλλά και το πιο μικρό βήμα μας πνιγόταν στις κραυγές του πόνου της. «Σούμι-τσαν, ξέρω πόσο πονάς. Σε παρακαλώ, άντεξε». Συρθήκαμε πάλι δέκα βήματα πιο πέρα…
          «Πόσιμο νερό εδώ, πάω να σου φέρω αμέσως Σούμι-τσαν…!». Χαμογέλασε τελείως αδύναμα.
          Επέστρεψα με το νερό, δεν κινήθηκε όμως. Ήταν ήδη κρύα. «Σουμίκο!» φώναξα. «Σούμι-τσαν. Ξύπνα! Πρέπει να ζήσεις». Την αγκάλιασα, έχυσα το νερό στο ανακουφισμένο χαμογελαστό προσωπάκι της. Από τις άκρες των χειλιών της, το νερό, το οποίο είχε τόσο επιθυμήσει, έτρεχε ανώφελα από το λαιμό της προς τα κάτω».      
 
 Από τις αναμνήσεις του Κατσούο Μ. για τις στιγμές αμέσως μετά τη ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα( απόσπασμα σύμφωνα με τον Ρούμπεν Γιούνγκ, « Ακτίνες μέσα από τις στάχτες»).
Χρονικό της Ανθρωπότητας, σελ 1026.
                           

Κυριακή 19 Μαΐου 2013


Σήμερα  19 Μαΐου έρχονται στη μνήμη μας  τα χιλιάδες θύματα του Ποντιακού Ελληνισμού κατά τη διάρκεια των αρχών του 20ου αιώνα. Ας θυμηθούμε μέσα από τα παρακάτω αποσπάσματα τις δραματικές στιγμές εκείνης της περιόδου.
Οι πορείες του «λευκού θανάτου»
«Αφού άδειασαν όλα τα σπίτια και έκαμαν τις επιλογές τους, φόρτωσαν την λεία τους σε κάρα. Σε τρεις ώρες όλα είχαν τελειώσει. Αμέσως μετά φωτιές σάρωσαν όλα τα έρημα σπίτια των Ρωμιών και ο καπνός ανέβηκε ψηλά στο ουρανό, σαν επίλογος του τέλους μιας ιστορίας ενός λαού, που έζησε και μόχθησε στα χώματα εκείνα πάνω από 2.700 χρόνια. Ήσαν οι καπνοί που αντίκρισαν οι Ρωμιοί, όταν έστρεψαν το βλέμμα τους στο αγαπητό τους χωριό, για να το αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά, από την πηγή, πριν από τα παρχάρια, όπου είχαν κάνει στάση.. Κάτι γκρέμισε μέσα τους. Ο Παπαγιάννης κατάλαβε  ότι όλα τα λόγια του Τούρκου αξιωματικού ήσαν ψέμα. Ο δρόμος που πήραν, ήταν δρόμος χωρίς γυρισμό. Οι μεγάλοι πολλά κατάλαβαν, τα παιδιά τίποτε. Αμέριμνα. Ακολουθούσαν το μπουλούκι.. Ο δρόμος που ήρθαν τους ήταν γνωστός σαν δρόμος για τα παρχάρια, σαν δρόμος χαράς και γλεντιού κάθε καλοκαίρι. Γιατί τώρα κανείς δεν γλεντάει, γιατί τώρα οι μεγάλοι κλαίνε και με δάκρυα στα μάτια, από την πηγή, ατενίζουν την Εσπιέ; Αυτά για τους μικρούς είναι ανεξήγητα. Αλλά ο φόβος μπήκε και στις δικές τους ψυχές, γιατί αυτή τη φορά κάτι το ασυνήθιστο συνέβαινε. Οι συνοδοί χωροφύλακες έγιναν βλοσυροί και σκουντούσαν με τα όπλα τους, να βιαστούν να ξεκινήσουν, ώστε να φτάσουν έγκαιρα στον προορισμό της ημέρας εκείνης…»
                                      Γ. Ανδρεάδης,« ΤΑΜΑΜΑ» σελ. 76-77



«Τον Ιούνιο του 1914 έφθασα στην Επαρχία μου. Ύστερα από λίγες εβδομάδες κηρύχθηκε ο παγκόσμιος πόλεμος κι’ άρχισε η νέα τραγωδία του ελληνισμού.   Οι Τούρκοι επιστράτευσαν όλους τους νέους Ποντίους από 21 έως 45 ετών και τους έστειλαν στο εσωτερικό της Ανατολής…στα εργατικά τάγματα, να φτιάχνουν δήθεν τους δρόμους μεταξύ Ερζερούμ και Σεβάστειας, στην πραγματικότητα όμως για να τους εξοντώσουν με την πείνα και τις κακουχίες.
 …Μετά την εξόντωση των Αρμενίων… ερχόταν τώρα η σειρά των Ελλήνων. Ύστερα όμως από το θόρυβο που ξέσπασε στον ευρωπαϊκό και αμερικανικό τύπο… οι Τούρκοι δεν τόλμησαν στην αρχή να προβούν σ’ αθρόες σφαγές, αλλά σοφίστηκαν τη λευκή σφαγή (le massacre blanc).    Το 1916 άρχισαν οι εκτοπισμοί των Ελλήνων με σκοπό το θάνατο από την πείνα και τις κακουχίες. Οι άντρες των πόλεων στέλνονταν μακριά, στο εσωτερικό, δήθεν να εργαστούν, μα  εκεί οι περισσότεροι πέθαιναν από τις κακουχίες και τον εξανθηματικό τύφο. Σε λίγο άρχισε κι ο εκτοπισμός στα χωριά. Μα τα γυναικόπαιδα υποχρεωμένα να περνούνε ψηλά χιονισμένα βουνά…πεθαίναν σωρηδόν στο δρόμο από το κρύο, την πείνα και τις αρρώστιες».
                                         Καραβαγγέλης Γερμανός Μητρ. Αμάσειας Πόντου(πρώην Μητρ.Καστοριάς)